- ἄθαπτος
- ἄθαπτος, ον,A unburied, Il.22.386, Moschio Trag.6.32, etc.; ἄθαπτον ὠθεῖν, βάλλειν, ἐᾶν τινά, S.Aj.1307, 1333, Ant.205.II unworthy of burial, AP9.498.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄθαπτος — unburied masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθαπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθαπτος, ον) [θάπτω] 1. αυτός που δεν έχει ταφεί, ο άταφος 2. (για άψυχα) που δεν έχει καλυφθεί με χώμα νεοελλ. 1. ακήδευτος 2. αυτός που δεν «θάφτηκε», δεν κακολογήθηκε αρχ. ο ανάξιος ταφής … Dictionary of Greek
ἄθαπτον — ἄθαπτος unburied masc/fem acc sg ἄθαπτος unburied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάπτοις — ἄθαπτος unburied masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάπτου — ἄθαπτος unburied masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάπτους — ἄθαπτος unburied masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάπτων — ἄθαπτος unburied masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄθαπτοι — ἄθαπτος unburied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άθαβος — η, ο βλ. άθαπτος … Dictionary of Greek
άθαφτος — η, ο βλ. άθαπτος … Dictionary of Greek
άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… … Dictionary of Greek